Ο Πατέρας Μου

Ο Πατέρας Μου

Ο παππούς μου, Δημήτριος Παρασκευάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σμύρνη. Όταν έγινε 12 ετών, άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του γανωματή. Κατά τη διάρκεια των νεαρών του χρόνων, άρχισε την αναζήτησή του σχετικά με τη θρησκεία.  Αισθάνθηκε ότι από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έλειπε αυτό που χρειαζόταν και ήθελε για την ζωή του. Τελικά, προσχώρησε στους προτεστάντες.  Στην αρχή του 20ου αιώνα, μετανάστευσε στην Αμερική. Με την γυναίκα του, Σοφία, πήγε πρώτα στη Νέα Υόρκη και κατόπιν στη Βοστώνη, όπου γεννήθηκαν τα τέσσερα παιδιά τους.  Ο πατέρας μου ήταν ο νεότερος,  ο Αλέξανδρος Γεωργίου Παρασκευάς. Μεγάλωσε στην Εκκλησία των Βαπτιστών. Η οικογένειά του, τιμούσε πάντοτε τις χριστιανικές  αξίες και πιστεύω. Για  παράδειγμα ετηρείτο συνεχώς η Ημέρα του Κυρίου.  Αυτό σήμαινε όχι κολύμπι, ταινίες, ψώνια κτλ. τις Κυριακές.  Ο Δημήτριος είχε μεγάλη πίστη στο Χριστό.  Διαπαιδαγώγησε την οικογένειά του «να φοβείται το Θεό». Δυστυχώς,  ο Δημήτριος και η Σοφία πέθαναν όταν ο πατέρας μου Αλέξανδρος ήταν σε νεαρή ηλικία. Μη έχοντας την καθοδήγηση που είχε ανάγκη και λόγω του πολέμου που εμαίνετο, κατατάχθηκε στο στρατό.

Εκείνη την περίοδο, ο Αλέξανδρος στάλθηκε στο Σώλτ Λέικ Σίτυ κατά λάθος. Επρόκειτο να σταλθεί στην Ιαπωνία αλλά τα χαρτιά χάθηκαν. Οπότε, για πολλούς μήνες καθώς ρυθμιζόταν το ζήτημα της μετάθεσής του, είχε πολύ λίγα πράγματα να κάνει.

Συνάντησε τη μητέρα μου εκεί και περνούσε πολύ από το χρόνο του βγαίνοντας ραντεβού μαζί της. Ερωτεύτηκαν, αλλά τελικά τα χαρτιά του διορθώθηκαν και στάλθηκε στην Ιαπωνία. Μετά την αποδέσμευσή του από το στρατό, αναζήτησε τη μητέρα μου. Το σπίτι του ήταν στην Βοστώνη, το δικό της στο Άινταχο. Η μητέρα της ανησυχούσε στο ενδεχόμενο ότι η κόρη της θα πήγαινε τόσο μακριά από το σπίτι να παντρευτεί έναν Έλληνα, κάποιον που δεν γνώριζαν καλά.

Η μητέρα μου ήταν ήδη μέλος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Πήγαινε στην εκκλησία όσο πιο συχνά της ήταν δυνατό. Ηταν μακριά από το σπίτι τους και έπρεπε να πηγαίνει αλλάζοντας λεωφορεία.

Μετά από λίγο καιρό, ο Αλέξανδρος άρχισε να πηγαίνει τη μητέρα μου στην εκκλησία με το αυτοκίνητο, ώστε να μη χρειάζεται να παίρνει λεωφορείο.

Εκείνο το διάστημα, πολλοί μορφωμένοι άνδρες ήρθαν να του διδάξουν το ευαγγέλιο. Εντυπωσιάστηκε στην αρχή που αυτοί οι άντρες δαπανούσαν χρόνο να του μιλήσουν,σε έναν  Έλληνα που δεν ήταν μορφωμένος. Τελικά, αγκάλιασε το όραμα του μηνύματος τους. Ένιωσε την αγάπη που έξέφρασαν προς αυτόν και την πίστη της συζύγου του.  Με τον καιρό είχε την επιθυμία να γίνει μέλος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Το θρησκευτικό του υπόβαθρο τον βοήθησε να καταλάβει τις έννοιες της «πίστης των Μορμόνων». Έμεινε πιστός στις διαθήκες του βαπτίσματός του μέχρι το θάνατό του.