Πλαστογραφίες του Χόφμαν

Ο Μαρκ Χόφμαν ήταν ένας διακινητής σπανίων εγγράφων και επιδέξιος πλαστογράφος, που εκμεταλλεύθηκε το δημόσιο ενδιαφέρον για την Ιστορία Αγίων των Τελευταίων Ημερών και για την αμερικανική Ιστορία, πωλώντας αυθεντικά, τροποποιημένα και πλαστογραφημένα ιστορικά έγγραφα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. 

Letter envelope pen

Ο Μαρκ Χόφμαν ήταν ένας διακινητής σπανίων εγγράφων και επιδέξιος πλαστογράφος, που εκμεταλλεύθηκε το δημόσιο ενδιαφέρον για την Ιστορία Αγίων των Τελευταίων Ημερών και για την αμερικανική Ιστορία, πωλώντας αυθεντικά, τροποποιημένα και πλαστογραφημένα ιστορικά έγγραφα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το 1985, εμφανώς ανήσυχος ότι η απάτη του θα μπορούσε να εντοπισθεί, ο Χόφμαν χρησιμοποίησε αυτοσχέδιες βόμβες για να δολοφονήσει δύο ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου ενός εκ των πελατών του.

Πολλές από τις πλαστογραφίες του Χόφμαν εστιάζονταν στην Ιστορία Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Ο Χόφμαν ήταν μέλος της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών που είχε κατ’ ιδίαν σταματήσει να πιστεύει στον Θεό. Μέχρι τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του, είχε ενδιαφερθεί για ιστορικά έργα σχετικώς με την Ιστορία της Εκκλησίας και ήταν εξοικειωμένος με έγγραφα που αναφέρονταν σε ιστορικές αφηγήσεις, αλλά που δεν είχαν ποτέ εντοπισθεί, όπως το αντίτυπο με χαρακτήρες από το Βιβλίο του Μόρμον που είχε πάει ο Μάρτιν Χάρρις στον λόγιο των κλασικών επιστημών Τσαρλς Άνθον1. Το 1980 ο Χόφμαν ισχυρίσθηκε ότι βρήκε αυτό το αντίτυπο διπλωμένο και τοποθετημένο ανάμεσα στις σελίδες μίας Βίβλου του 17ου αιώνος, εκδόσεως Βασιλέως Ιακώβου. Οι λόγιοι που αξιολόγησαν το έγγραφο πίστεψαν ότι ήταν αυθεντικό βάσει της συνεπείας του γραφικού χαρακτήρος με άλλα επιβεβαιωμένα δείγματα γραφής του Τζόζεφ Σμιθ και με τις περιγραφές του Άνθον για τους χαρακτήρες. Η αποδοχή αυτής της πλαστογραφίας εκτόξευσε τη σταδιοδρομία του Χόφμαν ως διακινητή σπανίων βιβλίων και χειρογράφων.

Ποικίλες τεχνικές βοήθησαν τον Χόφμαν να πείσει λογίους ότι οι πλαστογραφίες του αποτελούσαν γνήσια έγγραφα. Επέλεγε σχέδια προσεκτικά για να στοχεύει σε έγγραφα που πιθανόν κάποτε να υπήρχαν και μελετούσε το συγκείμενό τους εκτενώς. Έκλεψε χαρτί εποχής και άλλο υλικό από αρχεία, έφτιαξε το δικό του μελάνι και τεχνητώς το παλαίωσε, και αναδημιούργησε προσεκτικά ταχυδρομικές σφραγίδες για να βοηθήσει τις πλαστογραφίες του να περνούν τον εξονυχιστικό έλεγχο εμπειρογνωμόνων.  Μελετούσε την ιδιοσυγκρασία του γραφικού χαρακτήρος των συγγραφέων και μπορούσε να τον αναπαραγάγει με εκπληκτική ακρίβεια. Η ιστορική του έρευνα και οι λογοτεχνικές ικανότητές του τού επέτρεπαν να συντάσσει έγγραφα που αντικατόπτριζαν αναμενόμενα πρότυπα ύφους, τόνου και περιεχομένου. Δημιούργησε ευλογοφανείς ιστορίες για τις απαρχές και την προέλευση εγγράφων, ενίοτε φυτεύοντας μία ήσσονος σημασίας πλαστογραφία εκ των προτέρων για να προσδώσει αξιοπιστία σε ένα επακόλουθο έγγραφο υψηλότερου επιπέδου. Απέκτησε αυθεντικά σπάνια έγγραφα, κάνοντάς τα αποδεκτά ως πληρωμή στο εμπόριο και μετά εμπορευόταν τόσο το αυθεντικό όσο και το πλαστογραφημένο υλικό.  Ενίοτε έκανε μικρές αλλαγές σε αυθεντικά έγγραφα ή υλικό που αύξανε την αξία τους. Αναρίθμητοι λόγιοι από διαφόρους τομείς πιστοποίησαν εν αγνοία τους την αυθεντικότητα των πλαστογραφιών του Χόφμαν.

Οι πλαστογραφίες του Χόφμαν περιελάμβαναν έγγραφα από πρώτες αμερικανικές πολιτικές και λογοτεχνικές μορφές, που κυμαίνονταν από πεζά έγγραφα με πλαστογραφημένες υπογραφές έως σύντομα λογοτεχνικά έργα. Ο Χόφμαν πλαστογράφησε διάφορα έγγραφα σχετικά με την Εκκλησία, συμπεριλαμβανομένων επιστολών του Τζόζεφ Σμιθ, της Λούσυ Μακ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ουίτμερ, μεταξύ άλλων. Παρήγαγε διάφορες πλαστογραφίες εστιασμένος σε προκλητικές πτυχές της Ιστορίας της Εκκλησίας, ελπίζοντας να υποδαυλίσει αντιπαράθεση. Πλαστογράφησε μία ευλογία που υποτίθεται ότι έδωσε ο Τζόζεφ Σμιθ στον υιό του, Τζόζεφ Σμιθ ΙΙΙ, ορίζοντάς τον ως διάδοχο του πατέρα του. Πλαστογράφησε επίσης μία επιστολή του 1830 από τον Μάρτιν Χάρρις (γνωστή ως η «επιστολή-σαλαμάνδρα»), που περιέγραφε τον Τζόζεφ Σμιθ να έχει εμπλακεί σε πρακτικές λαϊκής μαγείας. Ο Χόφμαν όχι μόνον εξαπάτησε ηγέτες και ιστορικούς της Εκκλησίας με τις πλαστογραφίες του αλλά επίσης την οικογένεια και τους φίλους του, αρχειοφύλακες και βιβλιοθηκάριους και άλλους ειδικούς. Η Εκκλησία απέκτησε διάφορα έγγραφα από αυτόν, και οι πλαστογραφίες του έγιναν το θέμα τόσο λόγιας ερεύνης όσο και δημοσίας συζητήσεως.

Hour Glass

Το 1985 ο Χόφμαν άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση ενός πλαστογραφημένου εγγράφου έναντι 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων στη Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου. Τότε, τα έξοδα του Χόφμαν για ταξίδια, πολυτέλειες, σπάνια βιβλία και υλικό πλαστογραφήσεως υπερέβαιναν το ουκ ολίγο εισόδημά του. Άλλοι πελάτες άρχιζαν να ζητούν αντικείμενα για τα οποία ο Χόφμαν είχε αποδεχθεί την πληρωμή, αλλά δεν είχε ακόμη παραγάγει. Φοβούμενος ότι θα τον ανακάλυπταν υπό πίεση, ο Χόφμαν άφησε ένα πακέτο με μία αυτοσχέδια βόμβα που σκότωσε τον συλλέκτη Στήβεν Κρίστενσεν. Ο Χόφμαν είχε υποσχεθεί στον Κρίστενσεν μία συλλογή εγγράφων από τον δυσαρεστημένο αρχικό Απόστολο Ουίλλιαμ ΜακΛέλλιν, αλλά απέτυχε να τα παραγάγει. Για να κατευθύνει την προσοχή των ερευνητών μακριά από τον ίδιο και προς άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες του Κρίστενσεν, ο Χόφμαν παρέδωσε μία δεύτερη βόμβα στο σπίτι του Τ. Γκάρυ Σητς, επιχειρηματικού συνεργάτη του Κρίστενσεν, η οποία σκότωσε τη σύζυγο του Σητς, Κάθυ. Την επομένη, κοντά στην Τεμπλ Σκουέαρ, μία τρίτη βόμβα εξερράγη στο αυτοκίνητο του Χόφμαν προτού μπορέσει να την παραδώσει σε ένα αγνώστων στοιχείων θύμα. Εκείνη η πυροδότηση οδήγησε γρήγορα την αστυνομία σε ενοχοποιητικά στοιχεία που συνέδεαν τον Χόφμαν με τις βόμβες. Ειδικοί εγκληματολόγοι εξέτασαν τις πλαστογραφίες του Χόφμαν και ανεκάλυψαν στοιχεία ότι είχε παλαιώσει τεχνητώς το μελάνι. Τελικώς ομολόγησε τις δολοφονίες και τις πλαστογραφίες και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών έως ισόβια κάθειρξη, με τον δικαστή να προτείνει να μην αποφυλακισθεί ποτέ.

Οι μεγαλύτερες τραγωδίες που συνδέθηκαν με τις πλαστογραφίες του Χόφμαν είναι ο θάνατος της Κάθυ Σητς και του Στήβεν Κρίστενσεν. Οι πλαστογραφίες έθεσαν επίσης δυσκολίες στο έργο συλλεκτών και διακινητών χειρογράφων και βιβλίων, ιστορικών και αρχειοφυλάκων. Ενώ η έρευνα της αστυνομίας συνέδεσε τον Χόφμαν με αναρίθμητες πλαστογραφίες, τα δίκτυα συναλλαγών του κατέστησαν δύσκολη την ιχνηλάτηση της εκτάσεως και της τοποθεσίας του έργου του. Δώδεκα χρόνια μετά τις βόμβες, για παράδειγμα, ένα έγγραφο που πιστευόταν από ειδικούς ότι ήταν γνήσιο ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον, συνδέθηκε με τον Χόφμαν. Ψευδείς εικασίες, εμπνευσμένες από έγγραφα ή αναφορές του Χόφμαν που τελικώς οδήγησαν πίσω στα κατασκευασμένα από αυτόν στοιχεία ακόμη διαστρεβλώνουν ορισμένες αποδόσεις της Ιστορίας Αγίων των Τελευταίων Ημερών.

Από τη δεκαετία του 1980 η Εκκλησία έχει εκδώσει εκτενώς σχετικώς με την αρχική της ιστορία, βοηθώντας την προαγωγή μίας μεγαλύτερης κατανοήσεως για ορισμένα από τα δυσνόητα ιστορικά επεισόδια που εκμεταλλεύθηκε ο Χόφμαν στις πλαστογραφίες του, για να ρίξει αρνητικό φως επάνω στην Εκκλησία. Ιστορικοί και αρχειοφύλακες της Εκκλησίας έχουν επίσης ασκήσει αυξημένη επαγρύπνηση στο να ενισχύσουν ισχυρισμούς προελεύσεως εγγράφων και ιστορικού συγκειμένου με άλλα στοιχεία. Η έκδοση και η ψηφιοποίηση των εγγράφων του Τζόζεφ Σμιθ και πολλές άλλες σημαντικές συλλογές εγγράφων έχουν βοηθήσει να διευρυνθεί η βάση από την οποία να γίνεται αξιολόγηση νέων ανακαλύψεων.

Πηγές της Εκκλησίας
Ντάλλιν Όουκς, “Recent Events Involving Church History and Forged Documents”, Ensign, Οκτ 1987, 63.
Church Releases Statement on Mark Hofmann Interviews”, Ensign, Οκτ 1987, 78-79.
Document Dealer Confesses”, Ensign, Απρ 1987, 77.
Fraudulent Documents from Forger Mark Hofmann Noted”, Ensign, Οκτώβριος 1987, 79.

Βιβλιογραφία
Ρίτσαρντ Τέρλυ του νεοτέρου, Victims: The LDS Church and the Mark Hofmann Case (Urbana: University of Illinois, 1992).
Σέρι Ντιου, Go Forward with Faith: The Biography of Gordon B. Hinckley (Salt Lake City: Deseret Book, 1996), 425-32.