Η οικογένειά μου από τη Μικρά Ασία

Η οικογένειά μου από τη Μικρά Ασία

Η γιαγιά μου η Κατίνα γεννήθηκε στη Μικρά Ασία το 1905. Η οικογένειά της ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας της Δημήτριος Σολομωνίδης ήταν ιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είχε άλλα τρία αδέλφια, την Ζηνοβία, τον Ιορδάνη και τον Λάζαρο. Το καλοκαίρι του 1922 η Κατίνα με την αδελφή και τη μητέρα της αποφάσισαν να επισκεφθούν τους συγγενείς τους στη Σμύρνη. Βρέθηκαν λοιπόν εκεί όταν άρχισε η αντεπίθεση των Τούρκων τον Αυγουστο του 1922 που είχε ως συνέπεια την σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους τους ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού από τη Μικρά Ασία. Οι 3 γυναίκες στάθηκαν πολύ τυχερές που πρόλαβαν να μπουν στα πλοία και να φτάσουν αρχικά στη Λέσβο και λίγο αργότερα στον καταυλισμό της Καισαριανής, στην Αθήνα.

Ο πατέρας της μόλις πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί έστειλε τους δύο γιούς του να βρουν τη μητέρα και τις αδελφές τους. Οι Τούρκοι σύντομα τους έπιασαν και τους χώρισαν. Τον Λάζαρο τον έστειλαν στα τάγματα εργασίας (μία από τις μεθόδους εθνοκάθαρσης που χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους) όπου μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες υποχρεώθηκε να περπατά άσκοπα στην Ανατολία για μήνες ατέλειωτους, υποκείμενος σε πείνα, δίψα, βασανιστήρια και αμέτρητους εξευτελισμούς. Για τον Ιορδάνη όμως οι Τούρκοι φύλαγαν χειρότερο τέλος, αφού τον βασάνισαν ανελέητα μέχρι θανάτου, τον αποκεφάλισαν και διαμέλισαν το σώμα του. Τα κομμάτια του τα έβαλαν σε ένα σακί, το οποίο πέταξαν στα σκαλιά της εκκλησίας που λειτουργούσε ο πατέρας του για να τον βρει.

Ο προπάππος μου μετά από αυτό, τα είχε χάσει πια όλα. Έβγαλε τα ιερατικά ράσα, φόρεσε παλιά ρούχα για να μην τον αναγνωρίζει κανείς, πήρε όσα ασημικά και πολύτιμα οικογενεικά κειμήλια μπορούσε να κουβαλήσει και εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη αναζητώντας τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε στην Αθήνα, όπου με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού ξαναβρήκε τη γυναίκα και τις κόρες του. Τα πολύτιμα αντικείμενα που κουβαλούσε τα παρέδωσε στην Τράπεζα της Ελλάδος, από καθήκον και ευγνωμοσύνη προς τη νέα πατρίδα που τους δέχτηκε.

Ωστόσο ο καημός για την άλλη, την χαμένη του πατρίδα δεν τον άφησε να ζήσει πολύ καιρό και προπαντός δεν κατάφερε να δει ξανά τον γιο του τον Λάζαρο, ο οποίος επέζησε από τα μελέτ ταμπουρού και έφτασε το 1925 στην Αθήνα. Βέβαια ούτε κι ο Λάζαρος έζησε πολλά χρόνια, αφού οι φρικτές ταλαιπωρίες είχαν υποσκάψει σοβαρά την υγεία του, αλλά πρόλαβε να κάνει οικογένεια και να αποκτήσει μία θυγατέρα, τη θεία μου Κυριακή.

Η γιαγιά μου η Κατίνα παντρεύτηκε τον παππού μου, που καταγόταν από την Σπάρτη, απέκτησαν τρία παιδιά, ο μικρότερος γιος τους ο Γιάννης ήταν ο πατέρας μου, και έζησαν στο Βύρωνα. Ο άντρας της, ο παππούς μου Αθανάσιος του οποίου το όνομα έδωσαν οι γόνείς μου σε εμένα, πέθανε από φυματίωση τη δεκαετία του ’30, όταν αυτή η αρρώστια θέριζε τον κόσμο, κι έτσι η γιαγιά μου έμεινε χήρα, μόνη μεγάλωσε τα παιδιά της και πέθανε το 1979.

«Τις μέρες να μετράμε δίδαξέ με, μέχρι η καρδιά μας τη σοφία να δεχτεί», Ψαλμοί 90:12.  Είμαι περήφανη για τη δύναμη και την αποφασιστικότητα των προγόνων μου και προπαντός είμαι ευγνώμων που κατάφεραν και επιβίωσαν, αυτοί οι απλοί άνθρωποι που είδαν τη ζωή τους να ανατρέπεται και να συμπαρασύρεται μέσα στη δίνη της Ιστορίας, ώστε να γεννηθώ εγώ. Κι επειδή τα γονίδια είναι κληρονομικά ξέρω ότι έχω πάρει από την πίστη και την αντοχή τους κι έχω μάθει από τις ιστορίες τους. Επίσης όμως ξέρω ότι τους χρωστώ την ευκαιρία στην αιώνια ζωή, όπως ακριβώς αυτή που μου έδωσαν εκείνοι, μέσω του έργου ναού. Θα είναι η δική μου συνεισφορά στην οικογένειά μου, που χαίρομαι βαθιά όταν σκέφτομαι πως είναι αιώνια.  Η αναζήτησή μου δεν έχει τελειώσει.

CE BC CE B9 CE BA CF CE AC CE B1 CF CE AF CE B1